ἀκάκης

ἀκάκης
ἀκάκης, [dialect] Dor. [full] ἀκάκας [ᾰκᾰκ], , poet. form of ἄκακος, A.Pers.855 (lyr.); epith. of Hades, IG7.117.3 ([place name] Megara).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακάκης — ἀκάκης και Δωρικά ἀκάκας, ο (Α) άκακος, αθώος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο τού ἄκακος τύπο επιθέτου σε ᾱ / η (ἀκάκᾱς / ἀκάκης), που δεν προήλθε από μεταπλασμό τού ἄκακος για μετρικούς λόγους, αλλά αποτελούσε μάλλον όρο της… …   Dictionary of Greek

  • ἀκάκης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάκῃ — ἀκάκης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάκας — ἀκάκᾱς , ἀκάκης masc acc pl ἀκάκᾱς , ἀκάκης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάκητα — ἀκάκητα, ο (Α) επικός τύπος του ἄκακος*, ως επίθ. τού Ερμή και τού Προμηθέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τύπος επιθέτου από τον τ. ἀκάκης*. Πρβλ. Ἀκακήσιος] …   Dictionary of Greek

  • ἀκάκου — ἄκακος unknowing of ill masc/fem/neut gen sg ἀκάκης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”